28 Μαρτίου 2009

Οι πατριώτες

Μικρός τραγουδούσε το «Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου». Ως μπόμπιρας επισκέφτηκε την Αγιά Σοφιά κι έκανε φαρδιά-πλατιά τον σταυρό του, μπροστά στα έντρομα μάτια των συγγενών του. Στο Δημοτικό, στις εθνικές επετείους συνόδευε πάντα τη σημαία ντυμένος τσολιάς και απήγγειλε το πατροπαράδοτο ποίημα κατά την κατάθεση στεφάνου στο μνημείο των πεσόντων. Ως πρόσκοπος, έμαθε να σέβεται τη σημαία, να τιμά τον αρχηγό του κράτους και να παραδειγματίζεται από την ιστορία και τις θυσίες των προγόνων.

Η οικογένεια της μητέρας του έχασε τα πάντα όταν τους απέλασαν από την Πόλη την δεκαετία του ’60. Οι ιστορίες της γιαγιάς για τις αγαθές καθημερινές σχέσεις με τους Τούρκους της γειτονιάς τον βοήθησαν αργότερα να καταλάβει ότι ο πραγματικός πατριώτης φροντίζει για την πνευματική ανόρθωση της πατρίδας του και όχι για την εξόντωση των προαιώνιων εχθρών. Από την άλλη, στο σχολείο έμαθε για την ανωτερότητα της φυλής και τα κλέη των προγόνων, αλλά αυτό τον έκανε να νοιώσει πως ο πραγματικός πατριώτης πρώτα απ’ όλα αγαπά τους συμπατριώτες του γιατί όλοι μαζί είναι που δυναμώνουν την πατρίδα και την κάνουν μεγάλη. «Είμαστε πολύ λίγοι για να έχουμε την πολυτέλεια να αλληλοφαγωνόμαστε», συνήθιζε να λέει. Για τον μεταπολεμικό διαχωρισμό των Ελλήνων σε εθνικόφρονες και κουμμουνιστάς, ο φίλος μας θεωρούσε ότι αποτελούσε τεχνητό διαχωρισμό όμοιο με τους διαχωρισμούς ορθόδοξοι-καθολικοί, λευκοί-μαύροι, πιστοί-άπιστοι, εμείς και οι άλλοι. Θεωρούσε, όπως έλεγε κι η Κωσταντινουπολίτισσα γιαγιά πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε καλές ψυχές και σε κακότροπους, σε χορτάτα μάτια και σε αχόρταγα ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή γλώσσας.

Ο φίλος μας, θεωρούσε τέλος πως η καλύτερη έκφραση του πατριωτισμού του ήταν να κάνει σωστά την δουλειά του σε όποια θέση και αν βρισκόταν. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στο Στρατό. Α! Ο Στρατός! Υποτίθεται ότι εκεί όλοι έπρεπε να είναι πατριώτες, πιστοί στο καθήκον και σεβόμενοι τα σύμβολα και τις αρχές. Ιδίως οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί. Δυστυχώς, η πραγματικότητα αποδείχτηκε κάπως διαφορετική. Ευτυχώς ο φίλος μας είχε αποφασίσει από την αρχή να μην λουφάρει αλλά να προσφέρει στη μικρή κοινωνία του λόχου ή του τάγματος τον καλύτερό του εαυτό. Αγγαρεία στην Καλλιόπη; Ευχαρίστως, κάποιος πρέπει να καθαρίσει κι εκεί για να μην αρρωστήσουμε όλοι. Αγγαρεία στα μαγειρεία; Φυσικά, και στο σπίτι μας κάποιος πρέπει να ετοιμάσει το φαγητό. Γερμανικό νούμερο στη σκοπιά; Κάποιος πρέπει να φυλάξει το στρατόπεδο και από τις δύο μέχρι τις τέσσερεις. Βέβαια αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν και διατεθειμένος να υποστεί τα καψόνια και τις άλλες ταπεινώσεις των παλιότερων. Αν κάποιος είχε ψυχολογικά προβλήματα και ήθελε να βγάλει τα απωθημένα του στους νέους φαντάρους οι άλλοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να τον υπακούσουν. Επειδή ήταν καλλιγράφος, ο φίλος μας είχε αναλάβει υπηρεσία γραφείου κι έτσι είχε την ευκαιρία να διαβάσει τους στρατιωτικούς κανονισμούς. Και κατάλαβε ότι όφειλε να εκτελεί μόνο τις διαταγές που είχαν σχέση με την υπηρεσία. Έτσι, όταν ένας δεκανέας προσπάθησε να κάνει καψόνι σε έναν δύστυχο νεοσύλλεκτο, ο φίλος μας υπενθύμισε θαρραλέα πως η διαταγή δεν είχε σχέση με την υπηρεσία και συνεπώς δεν έπρεπε να εκτελεστεί. Ουδείς τόλμησε να διατυπώσει αντίρρηση πολύ περισσότερο που η υπενθύμιση συνοδευόταν και από την σχετική αναφορά στον αντίστοιχο στρατιωτικό κανονισμό.

Όταν μετατέθηκε στο τάγμα εκπαίδευσης ο φίλος μας διορίστηκε σχεδόν αμέσως σε υπηρεσία γραφείου. Πρώτα ως δακτυλογράφος, επειδή ο μέχρι τότε δακτυλογράφος ήθελε να πάρει άδεια. Στη συνέχεια, ως υπεύθυνος του πρωτοκόλλου και γραφέας γενικών καθηκόντων στο πρώτο γραφείο, δηλαδή στο γραφείο που είναι αρμόδιο για το προσωπικό και τα διοικητικά θέματα. Επειδή ήταν επιμελής, επειδή διάβαζε προσεκτικά ό,τι έπεφτε στα χέρια του, επειδή χρησιμοποιούσε το μυαλό του και, το κυριότερο, επειδή δεν φοβόταν τη δουλειά, έμαθε όλα τα μυστικά της στρατιωτικής γραφειοκρατίας του τάγματος. Αργότερα θα μάθαινε και τα μυστικά της γραφειοκρατίας του Γενικού Επιτελείου αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε κάποιαν άλλη φορά. Έτσι, όταν ο υπολοχαγός που εκτελούσε χρέη διευθυντή του πρώτου γραφείου θέλησε να πάρει άδεια, ήταν φυσικό να καλέσει το φίλο μας και να του αναθέσει καθήκοντα.

- Θα έχεις την ευθύνη για όλο το γραφείο, του είπε σοβαρά. Τα έγγραφα που θα συντάσσεις θα τα υπογράφει ως αρμόδιος ο λοχαγός του τρίτου γραφείου.
- Μάλιστα κύριε λοχαγέ, απάντησε πρόθυμα ο φίλος μας. Κανένα πρόβλημα. Μήπως έχετε κάποια ειδική συμβουλή ή επιθυμία;
- Σου αφήνω μια στοίβα «Προς ενέργεια», είπε ο υπολοχαγός. Ελπίζω, όταν θα γυρίσω να την έχεις κατεβάσει λίγο.

Στον ένα μήνα που έλειψε ο υπολοχαγός, ο φίλος μας εργάστηκε ευσυνείδητα. Κάλυψε όχι μόνον τα νεοεισερχόμενα έγγραφα αλλά και τα υπόλοιπα «Προς ενέργεια». Τελευταίο έγγραφο στην στοίβα ήταν ένα πακέτο που αφορούσε έναν στρατιώτη του τάγματος που την εποχή εκείνη εκτελούσε χρέη σιτιστή. Φρόντιζε δηλαδή να αγοράζει λαχανικά και άλλα τρόφιμα και οργάνωνε με τους μάγειρες το καθημερινό μενού του λόχου διοικήσεως του τάγματος. Ο σιτιστής φαίνεται πως έκανε πολύ καλά τη δουλειά του και δεν έκλεβε, γιατί οι στρατιώτες έτρωγαν καλά και αρκετά. Επιπλέον, ο φίλος μας είχε διαπιστώσει ότι επρόκειτο για έναν συμπαθητικό, ευγενικό, λιγομίλητο τύπο του οποίου η σχετικά εκτεταμένη φαλάκρα υποδήλωνε μια κάπως προχωρημένη ηλικία.

Από τη μελέτη του σχετικά ογκώδη φακέλου, ο φίλος μας διαπίστωσε ότι ο σιτιστής είχε γεννηθεί στην βόρεια Ελλάδα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στην Τσεχοσλοβακία όπου και τον μεγάλωσαν. Με τις διευκολύνσεις που δόθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, ο σιτιστής μας επέστρεψε στην πατρίδα και ως πατριώτης αποφάσισε να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Όμως δεν λογάριασε πως η πατρίδα εφαρμόζει κατά γράμμα το βιβλικό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ως αδήλωτος του είχε επιβληθεί αυτόματα διοικητική ποινή δύο μηνών πρόσθετης υπηρεσίας. Και επειδή δεν είχε παρουσιαστεί στο στρατό όταν κλήθηκε η κλάση του, κηρύχτηκε λιποτάχτης και του επιβλήθηκαν άλλοι 24 μήνες πρόσθετη υπηρεσία, χώρια το στρατοδικείο για τη λιποταξία. Ευτυχώς, επειδή τελικά παρουσιάστηκε, το στρατοδικείο τον αθώωσε αλλά του έμειναν 28 μήνες πρόσθετη θητεία, όσο δηλαδή ήταν τότε η κανονική θητεία στο στρατό ξηράς. Μάλιστα πλησίαζε να συμπληρώσει θητεία 24 μηνών μετά τους οποίους έμπαινε στην «παρατεταμένη» λεγόμενη θητεία και η πρόσθετη υπηρεσία ήταν αδύνατον να διαγραφεί.

Διαβάζοντας τον φάκελο, ο φίλος μας κατάλαβε ότι ο σιτιστής είχε ήδη απευθυνθεί στο στρατολογικό του γραφείο ζητώντας τη διαγραφή της πρόσθετης θητείας, αλλά το στρατολογικό γραφείο είχε διαβιβάσει εδώ και αρκετούς μήνες τον φάκελο στο Τάγμα, δεδομένου ότι για όσους υπηρετούν, αρμόδια στρατολογική αρχή ήταν η μονάδα τους ενώ για τη διαγραφή της πρόσθετης υπηρεσίας αρμόδια αρχή ήταν η προϊσταμένη Στρατιά. Έβαλε αμέσως το μυαλό του να δουλέψει και με βάση τις υποδείξεις του στρατολογικού γραφείου συνέταξε ένα έγγραφο με το οποίο διαβίβασε τον φάκελο ιεραρχικά στην προϊστάμενη Μεραρχία με εισήγηση για τη διαγραφή της πρόσθετης υπηρεσίας δεδομένης και της πολύ καλής διαγωγής του δύστυχου σιτιστή.

- Μου φαίνεται ότι με βάζεις να καθαρίσω τους στάβλους του Αυγεία, είπε στο φίλο μας ο λοχαγός του τρίτου γραφείου που έπρεπε να προσυπογράψει το κείμενο.
- Μα ο κύριος υπολοχαγός μου ζήτησε να αδειάσω τη στοίβα των «Προς ενέργεια», κύριε λοχαγέ. Εξάλλου δεν βγαίνω κάθε βράδυ να μεθοκοπάω στις γύρω ταβέρνες κι έτσι ακόμη και τον ελεύθερο χρόνο μου τον διαθέτω στο γραφείο.

Ανάλογες ερωτήσεις όμως έκανε και ο διοικητής. Αυτός μόλις είχε καταφθάσει στο Τάγμα από την ΚΥΠ όπου είχε υπηρετήσει σχεδόν επί δεκαετία, το μεγαλύτερο μέρος επί χούντας.

- Τι στρατιώτης είναι αυτός; ρώτησε αυστηρά το φίλο μας.
- Άριστος κύριε διοικητά. Είναι ο σιτιστής μας, και σας διαβεβαιώνω ότι τρώμε πολύ καλά από τότε που ανέλαβε.
- Αφού το λες εσύ θα ’ναι αλήθεια, είπε ο διοικητής που επειδή έβλεπε τη δουλειά που έκανε ο φίλος μας, είχε αρχίσει να τον συμπαθεί.

Η υπογραφή μπήκε και το πακέτο διαβιβάστηκε στη Μεραρχία με το επόμενο ταχυδρομείο. Κι ο φίλος μας ασχολήθηκε με τα τελευταία πλέον εναπομένοντα έγγραφα της στοίβας, κάποια απολυτήρια που έπρεπε να κοινοποιηθούν στα αρμόδια στρατολογικά γραφεία.

Σε λίγες μέρες γύρισε και ο υπολοχαγός. Η στοίβα είχε αδειάσει. Ευχαριστημένος, έδωσε συγχαρητήρια στο φίλο μας, κτύπησε με αγαλλίαση την υπό σχηματισμό παχυλή του γαστέρα και αναχώρησε για καφέ προς την Λέσχη Αξιωματικών της ακριτικής φρουράς, που στην συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο διοικητήριο.

Σε δύο-τρεις εβδομάδες έφτασε το αντίγραφο του διαβιβαστικού της Μεραρχίας στο Σώμα Στρατού. Η Μεραρχία ακολουθούσε την θετική εισήγηση του Τάγματος, και ο φίλος μας κάνοντας τους υπολογισμούς διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι ο σιτιστής θα απολυόταν στους 28 και όχι στους 56 μήνες.

- Τι είναι αυτό, στρατιώτη, ρώτησε εκνευρισμένος ο υπολοχαγός, μόλις διάβασε το διαβιβαστικό.
- Η Μεραρχία διαβιβάζει τον φάκελο του σιτιστή στο Σώμα Στρατού, κύριε λοχαγέ.
- Και ποιος σου είπε να το στείλεις; Αυτός ο κουμμουνιστής έπρεπε να υπηρετήσει διπλή θητεία για να πάρει ένα καλό μάθημα. Να μάθει τι σημαίνει να είσαι πατριώτης.
- Συγνώμη, κύριε λοχαγέ. Ο φάκελος, βρισκόταν στα «Προς ενέργεια» και δεν μου είχατε δώσει κάποιες οδηγίες σχετικά. Αν θέλατε να τον καθυστερήσετε ας τον βάζατε στο συρτάρι σας χωριστά.
- Τέλος πάντων, άλλη φορά δεν θα φεύγει τίποτα χωρίς την έγκρισή μου, από εδώ μέσα. Το κατάλαβες;
- Φυσικά. Μείνετε ήσυχος κύριε λοχαγέ.

Ο φίλος μας είχε κυρίως καταλάβει πολύ καλά τι σήμαινε πατριώτης. Το βράδυ, μετά το συσσίτιο, ψιθύρισε στο σιτιστή πως η υπόθεσή του είχε πάρει το δρόμο της και ότι δεν είχε πλέον τίποτε να φοβηθεί. Ο ίδιος βέβαια ένοιωσε κάποιες ανατριχίλες αναλογιζόμενος τι είδους «πατριωτισμοί» υπάρχουν και πως πληρώνουν τους πραγματικούς πατριώτες οι κίβδηλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: